ευοδώ — (ΑΜ εὐοδῶ, έω) [εύοδος] 1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.) 2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα 3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑται υπάρχει ελεύθερη … Dictionary of Greek
Εὐόδῳ — Εὔοδος easy to pass masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόδῳ — εὔοδος easy to pass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… … Dictionary of Greek
κατευοδώνω — και καταυοδώνω (AM κατευοδῶ, όω, Μ και κατευ[γ]οδώνω και καταυ[γ]οδώνω και κατοβοδώνω) κατευθύνω κάποιον σε σωστό δρόμο, σε αίσιο πέρας, παρέχω ευτυχή οδό, πρόοδο νεοελλ. μσν. 1. συνοδεύω με ευχές κάποιον που φεύγει, ξεβγάζω, ξεπροβοδίζω,… … Dictionary of Greek
προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… … Dictionary of Greek